-
1 ἐξ-ημερόω
ἐξ-ημερόω, verstärktes simplex; χῶρον, Land urbar machen, Her. 1, 126; γαῖαν, von Herakles, der die Erde von Ungeheuern reinigte, Eur. Herc. Fur. 20, kultiviren, Plut. u. a. Sp.; καὶ πραΰνειν τὸ τῆς ψυχῆς ἀτέραμνον Pol. 4, 21, 4; καὶ τιϑασσεύω Plut. Fab. 20; τινὰ διὰ παιδείας Num. 3.
-
2 рог
-а, πλθ. рога, -ов α.1. κέρατο, κέρας•рог оленьи -а τα κέρατα του ελαφιού•
бараний -κέρατο κριαριού.
|| μτφ. καρούμπαλο στο μέτωπο (από χτύπημα).2. κόρνο, κέρας, κεράτιο καθώς και κάθε αντικείμενο από κέρατο ή κερατοειδές.3. μτφ. βραχίονας, μπράτσο•-а якоря οι βραχίονες της άγκυρας.
4. παλ. ακρωτήρι• βραχίονας ποταμού ή θάλασσας.5. πλθ. -а κέρατα (σύμβολο απάτης του συζύγου από τη σύζυγο)•он давно носит -а από καιρό η γυναίκα του του έβαλε κέρατα ή τον κερατώνει.
εκφρ.наставлять -а кому рог – α) βάζω κέρατα στον σύζυγο (τον ατζατίύ). β) βάζω κέρατα στο σύζυγο μιας παντρεμένης (είμαι εραστής της γυναίκας του)•обломать – (κλπ. συνώνυμα)•- а кому – τιθασσεύω, δαμάζω, συνετίζω, σωφρονίζω•сломить (стереть) рог кому – παλ. σπάζω την αντίσταση κάποιου, υποτάσσω•как из -а изобилия – σαν απο το κέρας της Αμάλθειας (άφθονα). -
3 τιθάσιον
τῐθᾰσ-ιον, τό,A f.l. for τιθασεία, Thphr.HP3.2.2 codd. [suff] τῐθᾰς-ός, όν, tamed, domesticated; esp. of animals, tame, domestic, , cf. Epicr.3.24; opp. ἄγριος, Pl.Plt. 264a; πάντων τιθασσότατον (sic codd., v. ad fin.)καὶ ἡμερώτατον τῶν ἀγρίων ὁ ἐλέφας Arist.HA 630b18
; of persons, tractable, docile, AP5.177 (Mel.), Plu.2.51f, al.; of plants, cultivated, reared in gardens, Id.Cor.3. Adv., - σῶς πρὸς ἡμᾶς σχεῖν to be reclaimed, Pl. Ti. 77a;τ. ἔχειν πρὸς τοὺς ἀνθρώπους Arist.HA 608b31
; ἐπιτιμᾶν τινι cj. in Ph.1.676.2 metaph., domestic, intestine,Ἄρης τιθασὸς ὤν A. Eu. 356
(lyr.). (The spelling with single ς is found in the best codd., e.g. BT of Pl.Plt.l.c., and papyri (PCair.Zen.75.5 (iii B.C.), Phld. Lib.p.40 O., and the Philo papyrus), and corroborated by the short quantity of the second syllable in verse; the form τιθασσός ( τιθασσεύω etc.) is freq. in medieval codd., as of Arist. Il.cc., Porph.Gaur. 4.4, 4.8, al., Chor.p.96 B., cf. [comp] Sup.τιθασσότατος Arist.
supr. cit., but should be rejected.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιθάσιον
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Греческий
- Немецкий